- σοταρχίζω
- Μβλ. σωταρχίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σωτάρχισις — και σοτάρχισις, ίσεως, ἡ, Μ [σωταρχίζω / σοταρχίζω] εισαγωγή προμηθειών σε φρούριο … Dictionary of Greek
σωταρχίζω — και σοταρχίζω Μ εισάγω τροφές και άλλα εφόδια σε φρούριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρεφθαρμένος τ. τού ρ. σιταρκώ «εφοδιάζω με τρόφιμα»] … Dictionary of Greek